Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκαλύπτομαι
ρήμα παθητικό

1 scopri`rsi il capo; leva`rsi il cappe`llo
2 ((figurato)) to`gliersi il cappe`llo μπροστά στη δεξιοτεχνία του, αποκαλύπτομαι==di fronte alla sua bravura, mi tolgo il cappello

αποκαλύπτω  
ρήμα μεταβατικό

1 scopri`re (sta`tua, la`pide, ecc.) στο τέλος της τελετής ο δήμαρχος αποκάλυψε τον ανδριάντα==alla fine della cerimonia, il sindaco ha scoperto la statua
2 svela`re; rivela`re; re`ndere pu`bblico οι δημοσιογράφοι αποκάλυψαν ένα πολιτικό σκάνδαλο==i giornalisti hanno svelato uno scandalo politico | μού αποκάλυψε την αλήθεια==mi ha rivelato la verità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκαλυπτικώτερος αποκαλυπτόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---