Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκαλυπτικός
επίθετο 1 che rive`la; rivelato`re η κίνησή του είναι αποκαλυπτική των προθέσεών του==la sua è stata una mossa rivelatrice dei suoi propositi 2 sensaziona`le αποκαλυπτικές μαρτυρίες==rivelazioni sensazionali 3 osé; spi`nto αποκαλυπτικές φωτογραφίες==foto osé 4 religione apocali`ttico; dell'Apocali`sse αποκαλυπτικότατος επίθετο superlativo di [αποκαλυπτικός] αποκαλυπτικότερος επίθετο comparativo di [αποκαλυπτικός] αποκαλυπτικώτατος επίθετο superlativo di [αποκαλυπτικός] αποκαλυπτικώτερος επίθετο comparativo di [αποκαλυπτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |