Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκαρδιωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αποκαρδιώνω]
2 abbattu`to
3 avvili`to
4 demoralizza`to
5 sconforta`to
6 sconsola`to
7 scoraggia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκαρδίζω αποκαρδιώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---