Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκαθίσταμαι
ρήμα παθητικό

1 insedia`rsi
2 reinseri`rsi
3 reintegra`rsi

αποκαθιστώ  
ρήμα μεταβατικό

1 ristabili`re; ripristina`re η αστυνομία αποκατέστησε την τάξη==la polizia ha ristabilito l'ordine | αποκατέστησαν το τηλεφωνικό δίκτυο==ripristinarono la rete telefonica | αποκατέστησαν την κυκλοφορία==ripristinarono la circolazione
2 riabilita`re; rida`re stima αποκαθιστώ τη φήμη ενός πολιτικού==riabilitare un uomo politico
3 sistema`re αποκατέστησε όλα του τα παιδιά==ha sistemato tutti i suoi figli
4 ammoglia`re; marita`re την αποκατέστησε ο θείος από την Αμερική==lo zio d'America l'ha maritata ([le ha procurato marito e dote])

αποκατασταίνομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αποκαθισταμαι]

αποκατασταίνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αποκαθιστώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκαθήλωσις αποκαθιστάμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---