Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκαθήλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 schiodatura
2 religione deposizione η αποκαθήλωση του Ιησού Χριστού==la deposizione di Gesù Cristo

αποκαθήλωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποκαθήλωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκαθηλωμένος αποκαθίσταμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---