Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αποκαθαρισμός
ουσιαστικό αρσενικό
1
chiarime`nto ~m~
2
rischiarame`nto ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αποκαθαίρω
αποκαθαρμένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αποικοδομώ
[ρ. μτβ.]
άποικος
[ουσ αρσ και θηλ.]
αποικώ
(αποίκησα)...
αποκαθαίρομαι
aor subj α...
αποκαθαίρω
{αποκαθήρα...
αποκαθαρισμός
[ουσ αρσ ]
αποκαθαρμένος
[επίθ.]
αποκάθαρση
[θηλ.ουσ]
αποκαθηλωμένος
[επίθ.]
αποκαθήλωση
{-ης κ. -ώ...
αποκαθήλωσις
[θηλ.ουσ]
αποκαθίσταμαι
aor αποκατ...
αποκαθιστάμενος
[επίθ.]
αποκαθιστώ
(αποκατέστ...
αποκαίγομαι
αόρ. απέκα...
αποκαίγω
αόρ. απέκα...
αποκαΐδια
[θηλ.ουσ]
αποκαλούμενος
[επίθ.]
αποκαλυμμένος
[επίθ.]
αποκαλυπτήρια
{αποκαλυπτ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis