Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκαταστημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αποκαθιστώ] 2 ripristina`to αποκατεστημένος επίθετο 1 variante di [αποκαταστημένος] 2 participio passato del verbo [αποκαθιστώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |