Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκέντρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 decentralizzazio`ne ~f~
2 decentrame`nto ~m~ η διοικητική αποκέντρωση==il decentramento amministrativo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκεντρώνω αποκεντρωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---