Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποκλείεται
ρήμα απρόσωπο è impossi`bile; è esclu`so; è da esclu`dere αποκλείεται!==impossibile! | δεν αποκλείεται να καταλήξουν σε διαζύγιο==non è da escludere che finiscano col divorziare αποκλείνομαι ρήμα παθητικό variante di [αποκλείομαι] αποκλείνω ρήμα μεταβατικό variante di [αποκλείω] αποκλείομαι ρήμα παθητικό 1 rimane`re isola`to, blocca`to το χωριό αποκλείστηκε από τα χιόνια==il paese è rimasto isolato a causa della neve 2 e`ssere sottopo`sto a emba`rgo 3 e`ssere esclu`so, squalifica`to αποκλείστηκε από τον διαγωνισμό==è stato escluso dal concorso | αποκλείστηκε από τον τελικό==è stato escluso dalla finale αποκλείω ρήμα μεταβατικό 1 απορρίπτω esclu`dere αποκλείω ένα ενδεχόμενο==escludere un'eventualità 2 σταματώ blocca`re 3 isola`re η χιονοθύελλα απέκλεισε πολλά ορεινά χωριά==la bufera di neve ha isolato molti paesi di montagna | αποκλείω την είσοδο==bloccare l'entrata | αποκλείω την έξοδο==bloccare l'uscita 4 applica`re un emba`rgo 5 sport esclu`dere; squalifica`re αποκλείω κάποιον από διαγωνισμό==escludere qualcuno da un concorso | τον απέκλεισαν για έξη αγωνιστικές==lo squalificarono per sei giornate permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |