Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκλειστικός  
επίθετο

esclusi`vo; in esclusi`va αποκλειστική είδηση==notizia in esclusiva | αποκλειστική διάθεση προϊόντος==vendita in esclusiva di un prodotto | αποκλειστικός αντιπρόσωπος==esclusivista

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκλειστικά αποκλειστικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---