Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποκλειστικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 commercio esclusi`va ~f~; esclusività ~f~
2 diritto diri`tto ~m~ di esclusi`va

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκλειστικός αποκλείω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---