Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θρεπτικότερος [επίθ.] θρησκευτικότητα {χωρ. πληθ...
θρεπτικότητα [θηλ.ουσ] θρησκόληπτη [θηλ.ουσ]
θρεπτικώτατος [επίθ.] θρησκόληπτος [επίθ.]
θρεπτικώτερος [επίθ.] θρησκοληψία [θηλ.ουσ]
θρέφω {έθρεψα, τ... θρησκομανής {θρησκομαν...
θρέφω {έθρεψα, τ... θρησκομανία [θηλ.ουσ]
θρεψερός [επίθ.] θρήσκος [επίθ.]
θρέψη {-ης κ. -έ... θριάμβευση [θηλ.ουσ]
θρηνητικά [επίρ.] θριαμβευτής [ουσ αρσ ]
θρηνητικός [επίθ.] θριαμβευτικά [επίρ.]
θρήνοι [ουσ αρσ πληθ.] θριαμβευτικός [επίθ.]
θρηνολόγημα [ουσ ουδ.] θριαμβεύτρια {θριαμβευτ...
θρηνολογώ {θρηνολογε... θριαμβεύω {θριάμβευσ...
θρήνος [ουσ αρσ ] θριαμβικός [επίθ.]
θρηνούμενος [επίθ.] θριαμβολογία [θηλ.ουσ]
θρηνώ {θρηνείς..... θριαμβολογώ {θριαμβολο...
θρηνώ {θρηνείς..... θρίαμβος {θριάμβ-ου...
θρηνωδία [θηλ.ουσ] θριγκός [ουσ αρσ ]
θρηνωδώ {θρηνωδείς... θρίλερ [ουσ ουδ.]
θρηνών [επίθ.] θροΐζω (θρόισα)
θρησκεία {θρησκειών... θρόισμα {θροΐσμ-ατ...
θρήσκευμα {θρησκεύμ-... θρομβοκύτταρο {θρομβοκυτ...
θρησκευόμενος [επίθ.] θρομβοκυτταροπενία [θηλ.ουσ]
θρησκευτικά [ουσ ουδ πληθ.] θρομβοκυττάρωση [θηλ.ουσ]
θρησκευτικός [επίθ.] θρόμβος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: