Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθρεπτικός
επίθετο nutrie`nte, nutriti`vo η θρεπτική αξία μιας τρoφής == il valore nutritivo di un alimento θρεπτικότατος επίθετο superlativo di [θρεπτικός] θρεπτικότερος επίθετο comparativo di [θρεπτικός] θρεπτικώτατος επίθετο superlativo di [θρεπτικός] θρεπτικώτερος επίθετο comparativo di [θρεπτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |