Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρεμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [τρέφω]
2 ben nutri`to, ben pasciu`to, flo`rido
3 di animali ingrassa`to
4 alleva`to, cresciu`to, tira`to su

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρέμματα θρεπτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---