Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθρέφω
ρήμα αμετάβατο cicatrizza`rsi, rimargina`rsi η πληγή θα αργήσει να θρέψει == la ferita tarderà a cicatrizzarsi θρέφω ρήμα μεταβατικό 1 nutri`re, alleva`re, sfama`re έχει πέντε στόματα να θρέψει == ha cinque bocche da sfamare 2 di animali far ingrassa`re, me`ttere all'ingra`sso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |