Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρηνώ  
ρήμα αμετάβατο

lamenta`rsi, pia`ngere θρηνεί και οδύρεται == piange e si dispera

θρηνώ
ρήμα μεταβατικό

piange`re, dole`rsi per la morte di qualcuno θρηνούσε το χαμό του άντρα της == piangeva la perdita del marito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρηνούμενος θρηνωδία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---