Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρησκεία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 religio`ne ~f~, credo ~m~, fede ~f~ μoνoθεϊστική θρησκεία == religione monoteistica | πολυθεϊστική θρησκεία == religione politeistica
2 religio`ne ~f~, culto ~m~, rito ~m~
3 (fig) passio`ne ~f~, religio`ne ~f~, cosa ~f~ sacra η θρησκεία του καθήκoντος == la religione del dovere | η δουλειά είναι η θρησκεία του == il lavoro è sacro per lui

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρηνών θρήσκευμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---