Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρέμματα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

((popolare)) gregge ~m~, bestia`me ~m~ γέννημα θρέμμα == nato e cresciuto, autentico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θραψερός θρεμμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---