Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθραύσμα
ουσιαστικό ουδέτερο sche`ggia ~f~, framme`nto ~m~, co`ccio ~m~ θραύσματα οβίδας == schegge di granata | θραύσματα γυαλιoύ == schegge di vetro | θραύσματα αγγείoυ == frammenti di un vaso, cocci θραύσματα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός frantu`mi ~mp~, framme`nti ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |