Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θραύση  
ουσιαστικό θηλυκό

((letterario)) frattu`ra ~f~ κάνω θραύση == avere un enorme successo | το καινoύριo προϊόν έκανε θραύση στην αγορά == il nuovo prodotto ha avuto un enorme successo di mercato | κάνω θραύση στις γυναίκες == fare strage di cuori femminili | κάνω θραύση στους άντρες == fare strage di cuori maschili

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θραύομαι θραύσμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---