Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθρίαμβος
ουσιαστικό αρσενικό trio`nfo ~m~ ((anche in senso figurato)) o δρίαμβος του καλού εναντίον του κακού == il trionfo del bene sul male | η συναυλία ήταν σωστός θρίαμβος == il concerto è stato un vero trionfo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |