Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
θρομβοκυττάρωση
ουσιαστικό θηλυκό
medicina
trombocito`si ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< θρομβοκυτταροπενία
θρόμβος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
θρίλερ
[ουσ ουδ.]
θροΐζω
(θρόισα)
θρόισμα
{θροΐσμ-ατ...
θρομβοκύτταρο
{θρομβοκυτ...
θρομβοκυτταροπενία
[θηλ.ουσ]
θρομβοκυττάρωση
[θηλ.ουσ]
θρόμβος
[ουσ αρσ ]
θρομβούμαι
{θρομβούτα...
θρομβοφλεβίτιδα
[θηλ.ουσ]
θρομβώδης
{θρομβώδ-ο...
θρομβωμένος
[επίθ.]
θρομβώνω
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
θρόμβωση
{-ης κ. -ώ...
θρομβωτικός
[επίθ.]
θρονί
{θρον-ιού ...
θρονιάζομαι
(συνήθ. πα...
θρονιασμένος
[επίθ.]
θρόνος
[ουσ αρσ ]
θρυαλλίδα
[θηλ.ουσ]
θρύβομαι
[ρ. παθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis