Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρονιάζομαι
ρήμα παθητικό

1 piazza`rsi, spaparanza`rsi, spaparacchia`rsi θρονιάστηκε στην πολυθρόνα == si è piazzato sulla poltrona
2 insedia`rsi, installa`rsi, piazza`rsi θρονιάστηκε σπίτι μας και δε λέει να φύγει == si è installato a casa nostra e non si decide ad andarsene

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρονί θρονιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---