Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρόνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 trono ~m~
2 trono ~m~, coro`na o θρόνος βρίσκεται σε κίνδύνο == la corona è in pericolo | τα προνόμια του θρόνου == i privilegi della corona | η διαδοχή στο θρόνο == la successione al trono
3 religione trono ~m~, se`ggio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρονιασμένος θρυαλλίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---