Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρυαλλίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mi`ccia ~f~
2 stoppi`no ~m~
3 (fig) scinti`lla ~f~, ca`usa ~f~, moti`vo ~m~ η θρυαλλίδα της εξέγερσης == la scintilla della rivolta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρόνος θρύβομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---