Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρυμματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 frammentazio`ne ~f~
2 frantumazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρυμματισμένος θρυπτόξυλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---