Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θρύψαλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

frantu`me ~m~, co`ccio ~m~ γίνομαι θρύψαλλα == andare in frantumi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θρυψαλιασμένος θυγατέρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---