Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθύμα
ουσιαστικό ουδέτερο vi`ttima ~f~ ((anche in senso figurato)) o θύτης και το θύμα == il carnefice e la vittima | έπεσε θύμα του πατριωτισμού του == è rimasto vittima del suo patriottismo | θύμα αεροπορικού δυστυχήματος == vittima di un incidente aereo | παριστάνω το θύμα == fare la vittima permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |