Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ελαφρόκαρδος [επίθ.] ελαφρύτατος [επίθ.]
ελαφρόμυαλος [επίθ.] ελαφρύτατος [επίθ.]
ελαφροπάτητος [επίθ.] ελαφρύτερος [επίθ.]
ελαφροπατώ {ελαφροπατ... ελαφρύτερος [επίθ.]
ελαφροπερπατώ [ρ. μτβ.] ελαφρύτητα [θηλ.ουσ]
ελαφρόπετρα {χωρ. γεν.... ελαφρωμένος [επίθ.]
ελαφρόπιστος [επίθ.] ελαφρώνομαι [ρ. παθ.]
ελαφροπόδαρος [επίθ.] ελαφρώνω {ελάφρω-σα...
ελαφρόποδος [επίθ.] ελάφρωση [θηλ.ουσ]
ελαφρός [επίθ.] ελάχιστα [επίρ.]
ελαφρότατος [επίθ.] ελάχιστο {ελαχίστ-ο...
ελαφρότατος [επίθ.] ελαχιστοποίηση [θηλ.ουσ]
ελαφρότερος [επίθ.] ελαχιστοποιούμαι [ρ. παθ.]
ελαφρότερος [επίθ.] ελαχιστοποιώ [-είς, -εί...
ελαφρότητα {ελαφροτήτ... ελάχιστος {-ου κ. λό...
ελαφροτρέμω αλαφροτρέμ... ελάχιστος [επίθ.]
ελαφρούλης [επίθ.] ελαχιστότητα [ουσ αρσ ]
ελαφρούτσικος [επίθ.] Ελβετία [κύρ.όν. θηλ.]
ελαφροχέρης {ελαφροχέρ... Ελβετίδα [θηλ.ουσ]
ελαφρύνομαι [ρ. παθ.] ελβετικός [επίθ.]
ελάφρυνση {-ης κ. -ύ... Ελβετός [ουσ αρσ ]
ελαφρυντικά [ουσ ουδ πληθ.] ελγίνεια {Ελγινείων...
ελαφρυντικός [επίθ.] ελεατικός [επίθ.]
ελαφρύνω {ελάφρυνα} ελεατισμός [ουσ αρσ ]
ελαφρύς [επίθ.] ελεβατόριο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: