Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΕλβετίδα
ουσιαστικό θηλυκό svi`zzera ~f~, abita`nte ~mf~ della Svi`zzera Ελβετός ουσιαστικό αρσενικό svi`zzero ~m~, abita`nte ~mf~ della Svi`zzera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |