Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελάχιστο
ουσιαστικό ουδέτερο il minimo περιόρισε τις ανάγκες του στο ελάχιστο == ha ridotto al minimo i suoi bisogni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |