Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλαφρωμένος
επίθετο participio passato del verbo [αλαφρώνω] ελαφρωμένος επίθετο 1 variante di [αλαφρωμένος] 2 participio passato del verbo [ελαφρώνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |