Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλαφραίνω  
ρήμα μεταβατικό

1 alleggeri`re; diminui`re il peso αλαφρώνω ένα φορτίο==alleggerire un carico
2 ((figurato)) alleggeri`re; allevia`re; solleva`re; dare sollie`vo αλάφρωσε τη συνείδηδή του με την εξομολόγηση==la confessione gli alleggerì la coscienza | τα παρηγορητικά μου λόγια τον αλάφρυναν==le mie parole consolatrici gli diedero conforto

αλαφραίνω
ρήμα αμετάβατο

1 alleggeri`rsi; diveni`re più legge`ro τώρα που έβγαλα τα βιβλία, η βαλίτσα αλάφρυνε==ora che ho tolto i libri, la valigia è più leggera
2 ((figurato)) senti`rsi solleva`to, più legge`ro αλάφρυνα όταν έμαθα πως όλα πήγαν καλά==mi sono sentito sollevato quando ho saputo che tutto era andato bene

αλαφρένω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλαφραίνω]

αλαφρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αλαφραίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλαφραγγίζω αλαφριές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---