Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλαφιασμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αλαφιάζω] 2 spaventa`to ελαφιασμένος επίθετο 1 variante di [αλαφιασμένος] 2 participio passato del verbo [αλαφιάζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |