Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλαφρόπετρα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [ελαφρόπετρα ^-ας, η^] ελαφρόπετρα ουσιαστικό θηλυκό 1 pie`tra ~f~ po`mice 2 @αλαφρόπετρα@ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |