Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελαφρότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 leggere`zza ~f~, levità ~f~ 2 ((figurato)) superficialità ~f~, frivole`zza ~f~, leggere`zza ~f~ 3 ((figurato)) sconvenie`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |