Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόελαφραίνω
ρήμα αμετάβατο 1 alleggeri`rsi, diventa`re legge`ro ελάφρύνε η βαλίτσα == la valigia si è alleggerita 2 ((figurato)) alleggeri`rsi, diminui`re ελάφρύνε η ποινή του λόγω καλής διαγωγής == gli è stata condonata una parte della pena 3 ((figurato)) alleggeri`rsi, to`gliersi un peso ελάφρύνε η καρδιά της μαθαίνοντας πως ο γιος της ήταν σώος == quando ha saputo che il figlio era in salvo, le si è allargato il cuore ελαφραίνω ρήμα μεταβατικό 1 alleggeri`re ελαφραίνω ένα φoρτίo == alleggerire un carico 2 ((figurato)) alleggeri`re, allevia`re η κυβέρνηση ελάφρύνε τη φoρoλoγία == il governo ha alleggerito le imposte 3 ((figurato)) leni`re ελαφραίνω τον πόνο κάποιου == lenire il dolore di qualcuno ελαφρύνομαι ρήμα παθητικό variante di [ελαφραίνομαι] ελαφρώνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ελαφραίνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |