Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ελαφρός  
επίθετο

1 legge`ro ελαφρό έπιπλο == mobile leggero | ελαφριά ζακέτα == giacca leggera
2 legge`ro, lie`ve, mite ελαφριά ποινή == pena mite | ελαφρύς χειμώνας == inverno mite
3 a`gile, legge`ro ελαφρό βάδισμα == passo agile
4 lie`ve, legge`ro ελαφρά αδιαθεσία == leggera indisposizione
5 legge`ro, digeri`bile, delica`to ελαφριά σάλτσα == salsa leggera
6 legge`ro ελαφρύ ανάγνωσμα == lettura amena | ελαφρ(ι)ά μουσική == musica leggera
7 ((figurato)) persone fri`volo, superficia`le, legge`ro ελαφρύς άνθρωπος == persona frivola | γυναίκα ελαφρών ηθών == donna di facili costumi | ελαφρά τη καρδία == a cuor leggero

ελαφρότατος
επίθετο

superlativo di [ελαφρός]

ελαφρότερος
επίθετο

comparativo di [ελαφρός]

ελαφρύτερος
επίθετο

comparativo di [ελαφρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ελαφρόποδος ελαφρότατος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ελαφρά ναρκωτικά = droghe [θηλ. πλυθ.] leggere


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---