Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλαφιάζομαι
ρήμα παθητικό

1 paventare
2 raccapricciare
3 raccapricciarsi
4 spaventarsi
5 temere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλάφι αλάφιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---