Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλάφι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λάφι] αλαφίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αλάφι //-ού//], lo stesso che [λαφίνα //-ας, η//] λαφίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [λάφι] λαφίνα ουσιαστικό ουδέτερο femminile di [λάφι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |