Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑλβανή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Αλβανός ^-ού, ο^] Αλβανίδα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλβανός ^-ού, ο^] 2 albane`se ~f~; abita`nte ~f~ dell'Albani`a Αλβανός ουσιαστικό αρσενικό albane`se ~m~; abita`nte ~m~ dell'Albani`a permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |