Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑλγερινή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αλγερινός ^-ού, ο^] 2 algeri`na ~f~; abita`nte dell'Algeri`a Αλγερινός ουσιαστικό αρσενικό algeri`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Algeri`a Αλτζερίνος ουσιαστικό αρσενικό variante di [Αλγερίνος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |