Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλιτάνα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλτάνα]

αλτάνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 alta`na ~f~
2 po`rtico ~m~
3 terra`zzo ~m~

αρτάνα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλτάνα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλισίβα αλιτήριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---