Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλτρουϊστής
ουσιαστικό αρσενικό altrui`sta ~m~ αλτρουίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλτρουϊστής ^-ή, ο^] 2 altrui`sta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |