Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλυσιτελέστατος
επίθετο

superlativo di [αλυσιτελής]

αλυσιτελέστερος
επίθετο

comparativo di [αλυσιτελής]

αλυσιτελής  
επίθετο

1 ina`bile
2 sconvenie`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλυσιδωτός αλυσοδεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---