Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλυσιδωτός  
επίθετο

a catena ((anche in senso figurato)) αλυσιδωτή σύγκρουση==tamponamento a catena | αλυσιδωτές ανριδράσεις==reazioni a catena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλυσιδίτσα αλυσιτελέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---