Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλυσοδεμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αλυσοδένω]
2 incatena`to; in cate`ne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλυσιτελής αλυσοδένω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---