Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άλυτος  
επίθετο

1 non scio`lto άλυτος φιόγκος==fiocco non sciolto
2 che non si può scio`gliere; inestrica`bile άλυτος κόμπος==nodo inestricabile
3 non slaccia`to; allaccia`to
4 ((figurato)) insolu`to; irriso`lto το μυστήριο έμεινε άλυτο==il mistero è rimasto insoluto | άφησαν το πρόβλημα επί χρόνια άλυτο==lasciarono il problema irrisolto per anni
5 ((figurato)) insolu`bile; irresolvi`bile; inestrica`bile άλυτο ζήτημα ο τετραγωνισμός του κύκλου==la quadratura del cerchio è un problema insolubile
6 non slega`to; lega`to το σκυλί έμεινε άλυτο όλη νύχτα==il cane è rimasto legato tutta la notte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλυτάρχης αλυτρωτισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---