Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλυσίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 cate`na τής χάρισε μια χρυσή αλυσίδα==le ha regalato una catena d'oro | αντιολισθητικές αλυσίδες==catene antineve; catene da neve 2 σειρά cate`na ~f~; se`rie ~f~; sfilza ~f~ αλυσίδα ξενοδοχείων==catena di alberghi | αλυσίδα εστιατορίων==catena di ristoranti | μια αλυσίδα συλλογισμών==una serie di ragionamenti αλυσίδες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός ((figurato)) cate`ne ~fp~; ce`ppi ~mp~; vi`ncoli ~mp~; impedime`nti ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |