Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάλτης
ουσιαστικό αρσενικό sport saltato`re ~m~ άλτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [άλτης ^-η, ο^] 2 sport saltatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |